- ασθενοφόρο
- ambulance
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ασθενοφόρο — το όχημα με ειδικό εξοπλισμό και προσωπικό εκπαιδευμένο για τη μεταφορά ασθενών κυρίως σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης … Dictionary of Greek
ασθενοφόρος — ο(ν) 1. ο χρήσιμος για τη μεταφορά ασθενών 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. ασθενοφόρο … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
ασθενοφόρος — α, ο αυτός που μεταφέρει τους ασθενείς: Ήρθε το ασθενοφόρο να πάρει τον άρρωστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γογγύζω — γόγγυξα και γόγγυσα 1. στενάζω, βογκώ: Ο τραυματίας γόγγυζε από τον πόνο μέσα στο ασθενοφόρο. 2. παραπονούμαι, δυσανασχετώ: Ο λαός γογγύζει για τα νέα φορολογικά μέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακομιδή — η η μεταφορά από τόπο σε τόπο κάτι ή κάποιου που δεν μπορεί να μετακινηθεί μόνος του: Η διακομιδή των τραυματιών του δυστυχήματος θα γίνει από το ασθενοφόρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)